- εὐπαρατύπωτος
- εὐπαρα-τύπωτος [ῠ], ον,A easily misled by false impressions,
αἰσθητήρια M.Ant.5.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰσθητήρια M.Ant.5.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαρατύπωτος — εὐπαρατύπωτος, ον (Α) 1. (για νομίσματα) αυτός που παραχαράσσεται εύκολα 2. αυτός που δέχεται εύκολα ψεύτικες εντυπώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τυπόω, ώ «τυπώνω κακώς»] … Dictionary of Greek
εὐπαρατύπωτα — εὐπαρατύπωτος easily misled by false impressions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)